- αγνοπολούμαι
- ἁγνοπολοῡμαι (-έομαι) (Μ)εξαγνίζομαι, καθαίρομαι με θυσία ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνοπόλος < ἁγνός + πολῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek